- καλοθελείας
- καλοθελείᾱς , καλοθέλειαgoodwillfem acc plκαλοθελείᾱς , καλοθέλειαgoodwillfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.